- τετραβορικός
- ή, -ό, Νφρ. α) «τετραβορικό οξύ» — άλλη ονομασία για το πυροβορικό οξύ (βλ. πυροβορικός)β) «τετραβορικό άλας» — το ένυδρο άλας τού πυροβορικού οξέοςγ) «τετραβορικό νάτριο» — το ένυδρο άλας τού τετραβορικού οξέος με το νάτριο, αλλ. βόρακας ή πυροβορικό νάτριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tetraboric < tetr(a)- (< τετρ[α]-*) + boric «βορικός»].
Dictionary of Greek. 2013.